οὐδέτερος — not either masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουδέτερος — η, ο (ΑΜ οὐδέτερος, έρα, ον, Α και οὐθέτερος, έρα, ον) (αόρ. αντων.) 1. ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανένας από τους δύο (α. «οὐ γὰρ δι ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι», Αριστοφ. β. «οὐδέ τις ἦν ἔριδυς χαλεπῆς λύσις... οὐδετέροις», Ησίοδ.) 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
ουδέτερος — η, ο 1. ούτε αρσενικός ούτε θηλυκός. 2. ούτε με τον ένα ούτε με τον άλλο, αμέτοχος, αδιάφορος: Στον πόλεμο πολλά κράτη έμειναν ουδέτερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οὐδετέρων — οὐδέτερος not either fem gen pl οὐδέτερος not either masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδετέρως — οὐδέτερος not either adverbial οὐδέτερος not either masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδέτερον — οὐδέτερος not either masc acc sg οὐδέτερος not either neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδετέρη — οὐδέτερος not either fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδετέρην — οὐδέτερος not either fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδετέρης — οὐδέτερος not either fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδετέροις — οὐδέτερος not either masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδετέροισι — οὐδέτερος not either masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)